ἐγκρατέστατον

ἐγκρατέστατον
ἐγκρατής
in possession of power
masc acc superl sg
ἐγκρατής
in possession of power
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εγκρατής — ές (AM ἐγκρατής, ές) ο κύριος τού εαυτού του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει αυτοκυριαρχία αρχ. 1. όποιος διαθέτει κράτος ή εξουσία 2. ο ικανός να κρατεί κάτι γερά, σταθερά 3. ισχυρός, στερεός («ἐγκρατέστατον σίδηρον») 4. φρ. «ναὸς ἐγκρατῆ… …   Dictionary of Greek

  • περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”